- Ιακχειον
- Ἰακχεῖον(ῐα) τό Иакхей, храм в честь Иакха (Вакха) Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ιακχείον — ἰακχεῑον, τὸ (Α) [Ίακχος] ιερό τού Βάκχου («παρὰ τὸ ἰακχεῑον... καθεζόμενος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
Ἰακχεῖον — temple of Bacchus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίακχος — (iacchus). Πλατύρρινος δενδρόβιος πίθηκος της Αμερικής, είδος ουιστιτί της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Το ύψος του φτάνει τα 30 εκ. και η μακριά ουρά του (έως 50 εκ.) τον κάνει να μοιάζει με σκίουρο. Το κεφάλι του είναι στρογγυλό και άτριχο,… … Dictionary of Greek